- συνηγόρησε
- συνηγορέωplead in courtaor ind act 3rd sgσυνηγορέωplead in courtaor ind act 3rd sg (homeric ionic)συνηγορέωplead in courtaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek
Βάλβος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λεύκιος Κορνήλιος ο Γαδιτανός (Lucius Cornelius Balbus, Γάδειρα 1ος αι. π.Χ.). Στενός φίλος του Καίσαρα και του Πομπήιου. Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, έκανε κάθε προσπάθεια για να τους συμφιλιώσει. Μετά τον θάνατο … Dictionary of Greek
Βελχάβεν, Γιόχαν Σεμπάστιαν — (Johan Sebastian Welhaven, Μπέργκεν 1807 – Χριστιανία [σημερινό Όσλο] 1873). Νορβηγός ποιητής. Ο Β. συνέβαλε με το έργο του στην προσέγγιση της νορβηγικής με την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Με τα λυρικά λαϊκά τραγούδια του (τέσσερις συλλογές),… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ίσιδα — Αιγυπτιακή θεότητα, προστάτιδα της Αλεξάνδρειας και ιδιαίτερα των ναυτικών, οι οποίοι διέδωσαν τη λατρεία της σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου. Ο Ηρόδοτος την ταύτιζε με τη θεά Δήμητρα. Τιμήθηκε πολύ στην αρχαία Ρώμη. Από το 59 π.Χ., όμως, η… … Dictionary of Greek
Κούλιτζ, Κάλβιν — (Calvin Coolidge, Πλίμουθ, Βερμόντ 1872 – Νορθάμπτον, Μασαχουσέτη 1933). Αμερικανός πολιτικός, 30ός πρόεδρος των ΗΠΑ (1923 29). Φοίτησε στο Άμχερστ, όπου σπούδασε νομικά. Από το 1897 άρχισε να ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα, στο οποίο και… … Dictionary of Greek
Μάρκος, Φερντινάντ Εντραλίν — (Ferdinand Edralin Marcos, Σαράτ 1917 – Χαβάη 1989). Φιλιππινέζος πολιτικός ηγέτης. Σπούδασε νομική και αργότερα συνηγόρησε υπέρ του Μάνουελ Ρόξας στην δίκη του 1946 47. Εξελέγη βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων το 1949 και παρέμεινε στην… … Dictionary of Greek
Σόλσμπερι, Ρόμπερτ Γκάσκουιν Σέσιλ — (Salisbury). Άγγλος πολιτικός (1830 1903). Διετέλεσε υπουργός των Ινδιών στις κυβερνήσεις Ντέρμπι και Ντισραέλι. Έπαιξε σημαντικό ρόλο ως πληρεξούσιος της χώρας του στο συνέδριο της Κωνσταντινούπολης του 1877, όπου κράτησε μετριοπαθή στάση στη… … Dictionary of Greek